Δύσκαμπτος μεγάλος δάκτυλος

                                                                                                                                                                                                              07-03-2024   

  Ως δύσκαμπτος μεγάλος  δάκτυλος ορίζεται η αρθρίτιδα της μεταταρσοφαλαγγικής ( άρθρωση της βάσης ) του μεγάλου δακτύλου του άκρου ποδός.  
     Είναι πιο συχνή μετά τα 30 έτη, δεν υπάρχει συγκεκριμένη αιτιολογία και οι προδιαθεσικοί παράγοντες έχουν μικρή επίδραση. Αρθρίτιδα της βάσης του μεγάλου δακτύλου μπορεί φυσικά να προκληθεί μετατραυματικά, μετά από σοβαρές κακώσεις και κατάγματα που προκάλεσαν σημαντική βλάβη στην άρθρωση ή έχουν πωρωθεί σε πλημμελή θέση διαταράσσοντας την φυσιολογική λειτουργία της άρθρωσης οδηγώντας στην πρόωρη φθορά της.  
     Το κύριο αρχικό σύμπτωμα είναι ο  πόνος,  συχνότερα στις δραστηριότητες που απαιτούν πλήρες εύρος κίνησης από το μεγάλο δάκτυλο όπως βάδιση σε ανώμαλες και με κλίση επιφάνειες με ακατάλληλα παπούτσια, τρέξιμο και αθλήματα με sprint. Σταδιακά η άρθρωση διογκώνεται, ειδικά ραχιαία με την ανάπτυξη οστεόφυτου, υπάρχει οίδημα – η βάση του δακτύλου φαίνεται πρησμένη και το εύρος κίνησης μειώνεται με πολύ περιορισμένη έκταση.  Λόγω της διόγκωσης, η τριβή με ακατάλληλα υποδήματα είναι αρκετά ενοχλητική.
     Η διάγνωση είναι κλινική και επιβεβαιώνεται με ακτινογραφία. Η μαγνητική ή η αξονική τομογραφία χρειάζονται σπάνια και μόνο σε ειδικές περιπτώσεις. 
     Η αντιμετώπιση αρχικά είναι συντηρητική με απλά αναλγητικά ή αντιφλεγμονώδη σε εξάρσεις πόνου και επιλογή κατάλληλων  υποδημάτων ανάλογα και με την υπόλοιπη διαμόρφωση του ποδιού και κάτω άκρου. Σε περιπτώσεις εξάρσεων μπορούν να χρησιμοποιηθούν ενέσεις κορτιζόνης ή ενέσεις PRP για συμπτωματική ανακούφιση. Σε κάποιους ασθενείς θα χρειαστούν ορθοτικά για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων. Σε όσες περιπτώσεις είναι δυνατόν θα πρέπει να αποφευχθούν και να τροποποιηθούν συγκεκριμένες δραστηριότητες που επιδεινώνουν τα συμπτώματα. Τα παραπάνω προσφέρουν βελτίωση των συμπτωμάτων αλλά δεν σταματούν την εξέλιξη της πάθησης.
     Η χειρουργική θεραπεία έχει ένδειξη όταν  η συντηρητική αγωγή δεν ελέγχει επιτυχώς τα συμπτώματα ή οι περιορισμοί της συντηρητικής αγωγής και της πάθησης δεν είναι αποδεκτοί. Το είδος της επέμβασης εξαρτάται από το στάδιο της νόσου, τις λειτουργικές απαιτήσεις και την συνύπαρξη άλλης παθολογίας στο πόδι.

     Σε αρχικά στάδια με ήπιες αρθρικές βλάβες αλλά ευμεγέθη και έντονα συμπτωματικά οστεόφυτα, διενεργείται χειλεκτομή κατά την οποία αφαιρούνται τα ραχιαία οστεόφυτα. Στόχος της επέμβασης είναι η συμπτωματική βελτίωση του πόνου και της δυσκαμψίας.  Η χειλεκτομή μπορεί να συνδυαστεί με ειδική οστεοτομία για την περαιτέρω βελτίωση όπου ενδείκνυται και έχει το πλεονέκτημα ότι διατηρεί την άρθρωση.
     Σε σημαντικές αλλοιώσεις της άρθρωσης με έντονα συμπτώματα μη επαρκώς διαχειρίσιμα με την συντηρητική αγωγή, η χειρουργική επιλογή είναι η αρθρόδεση ενώ έχουν δοκιμαστεί η αρθροπλαστική παρεμβολής και η αρθροπλαστική. Η αρθρόδεση θεωρείται η επέμβαση επιλογής διότι αντιμετωπίζει απόλυτως αποτελεσματικά τον πόνο. Στην αρθρόδεση καταργείται και σταθεροποιείται η άρθρωση  Η απώλεια του εύρους κίνησης της άρθρωσης είναι καλά αποδεκτή στις περισσότερες δραστηριότητες χωρίς περιορισμούς.  Η αρθροπλαστική παρεμβολής παρότι έχει το πλεονέκτημα ότι διατηρεί το εύρος κίνησης της άρθρωσης, έχει ένδειξη μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις με χαμηλές απαιτήσεις λόγω των συχνών επιπλοκών. Η αρθροπλαστική της μεταταρσοφαλαγγικής δυστυχώς δεν έχει την επιτυχία άλλων αρθροπλαστικών ( ισχίου, γόνατος ),ως προς την βιωσιμότητα και το λειτουργικό αποτέλεσμα, ενώ έχει δυνητικά σημαντικές επιπλοκές δύσκολα αντιμετωπίσιμες. 
Στις τεχνικές με διατήρηση της άρθρωσης ( χειλεκτομή , αρθροπλαστική παρεμβολής ) ο ασθενής βαδίζει  με απλά υποδήματα ενώ για την αρθρόδεση θα χρειαστεί ειδικό υπόδημα μέχρι να ολοκληρωθεί η  αρθρόδεση για περίπου 6 εβδομάδες.