Επικουρικό σκαφοειδές
Το επικουρικό σκαφοειδές του ποδιού, γνωστό και ως os naviculare accessorium, είναι μια συγγενής κατάσταση που χαρακτηρίζεται από ένα επιπλέον οστό ή χόνδρο στην εσωτερική πλευρά του ποδιού, έχοντας άμεση επαφή με το σκαφοειδές οστό. Αυτό το επικουρικό οστό υπάρχει σε πολύ μικρό ποσοστό του πληθυσμού και συνήθως βρίσκεται ενσωματωμένο στον οπίσθιο κνημιαίο τένοντα, ο οποίος υποστηρίζει την καμάρα του ποδιού. Οι περισσότεροι άνθρωποι με επικουρικό σκαφοειδές παραμένουν ασυμπτωματικοί, αλλά σε κάποιους μπορεί να προκαλέσει πόνο και δυσφορία, ιδιαίτερα σε δραστήρια άτομα ή σε αυτά με πλατυποδία.
Η πάθηση προκύπτει κατά την εμβρυϊκή ανάπτυξη, όταν το σκαφοειδές οστό σχηματίζεται από πολλαπλά χόνδρινα κέντρα οστεοποίησης και ένα από αυτά δεν ενώνεται με το κύριο οστό. Κατατάσσεται σε τρεις τύπους: Ο Τύπος Ι είναι ένα μικρό, στρογγυλό σησαμοειδές οστό μέσα στον τένοντα. Ο Τύπος ΙΙ είναι ένα μεγαλύτερο οστό που συνδέεται με το σκαφοειδές μέσω χόνδρου και ο Τύπος ΙΙΙ είναι ένα πλήρως ενωμένο βοηθητικό οστό, που σχηματίζει μια εμφανή προεξοχή κατά την πλήρη ανάπτυξη του σκελετού. Ο Τύπος ΙΙ συνδέεται συχνότερα με συμπτώματα λόγω του μεγέθους και της σύνδεσής του με τον τένοντα.
Συμπτώματα
Τα συμπτώματα εμφανίζονται συνήθως στην παιδική ηλικία ή κατά την εφηβεία και την ενηλικίωση, συχνά πυροδοτούμενα από φυσική δραστηριότητα, τραυματισμό ή ακατάλληλα υποδήματα. Τα κοινά παράπονα περιλαμβάνουν πόνο ή ευαισθησία στην εσωτερική καμάρα, πρήξιμο ή ορατή προεξοχή. Ο οπίσθιος κνημιαίος τένοντας μπορεί να φλεγμαίνει (τενοντίτιδα) λόγω της επιπλέον καταπόνησης, επιδεινώνοντας τη δυσφορία. Η πλατυποδία ή ο υπερπρηνισμός μπορεί να επιδεινώσουν τα συμπτώματα, καθώς αυξάνουν την πίεση στο βοηθητικό σκαφοειδές και τον οπίσθιο κνημιαίο τένοντα.
Στα παιδιά τα υποδήματα με σκληρό υλικό στην έσω πλευρά του ποδιού μπορεί να προκαλέσουν ερεθισμό και πόνο μετά από έντονη δραστηριότητα.
Διάγνωση
Η διάγνωση περιλαμβάνει κλινική εξέταση για την αξιολόγηση της ευαισθησίας, του οιδήματος, της λειτουργικότητας και της ευθυγράμμισης του ποδιού. Απεικονιστικές εξετάσεις, όπως απλές ακτινογραφίες θα αναδείξουν το επικουρικό σκαφοειδές, όμως σε κάποιους ασθενείς με πλατυποδία, έντονη δυσλειτουργία του οπισθίου κνημιαίου ή άλλες συνοδές καταστάσεις του ποδιού, θα χρειαστούν ειδικές ακτινογραφίες, μαγνητική τομογραφία, αξονική τομογραφία ή και πελματογράφημα για την πλήρη εκτίμηση της κατάστασης και την επιλογής θεραπείας.
Θεραπεία
Η θεραπεία εξαρτάται από τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων. Μη χειρουργικές προσεγγίσεις, όπως ξεκούραση, πάγος και μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα, μειώνουν τον πόνο και τη φλεγμονή. Τα ορθοτικά και τα σωστά επιλεγμένα παπούτσια μπορούν να ανακουφίσουν την τοπική πίεση και να βοηθήσουν στην συνολική λειτουργικότητα. Η φυσικοθεραπεία ενισχύει τον οπίσθιο κνημιαίο τένοντα σε περιπτώσεις που έχει επηρεαστεί. Σε επίμονους πόνους με έντονη φλεγμονή, μπορεί να χρειαστεί σύντομη ακινητοποίηση με νάρθηκα.
Η χειρουργική επέμβαση εξετάζεται όταν οι συντηρητικές θεραπείες αποτυγχάνουν και τα συμπτώματα είναι συχνά και έντονα. Η πρώτη επιλογή είναι η αφαίρεση του επικουρικού σκαφοειδούς χωρίς να επηρεαστεί ο οπίσθιος κνημιαίος. Η επέμβαση Kidner, που περιλαμβάνει την αφαίρεση του βοηθητικού σκαφοειδούς και την επανατοποθέτηση του τένοντα, είναι μια ακόμη επιλογή. Η αποκατάσταση όμως διαρκεί αρκετούς μήνες για την ενσωμάτωση του τένοντα στο σκαφοειδές .
Στα παιδιά που παρουσιάζουν συμπτώματα, είναι πολύ πιθανό αυτά να υποχωρήσουν κατά την ολοκλήρωση της σκελετικής ανάπτυξης. Συνεπώς η συντηρητική αγωγή είναι η επιλογή και η χειρουργική επέμβαση προτείνεται μόνο σε ειδικές περιπτώσεις.
Η πρόληψη περιλαμβάνει τη χρήση υποστηρικτικών υποδημάτων, την αποφυγή δραστηριοτήτων υψηλής έντασης κατά τις εξάρσεις και τη χρήση ορθοτικών. Η έγκαιρη εκτίμηση και παρέμβαση μπορεί να αποτρέψει χρόνιο πόνο ή βλάβη στον τένοντα.
